
“Αρχιτεκτονικό Γραφείο Τάσου Μπίρη, Δημήτρη Μπίρη και συνεργατών”.
Το σημερινό Γραφείο των “Τάσου Μπίρη, Δημήτρη Μπίρη και συνεργατών” αποτελεί εξέλιξη και μετονομασία της παλαιότερης συγκρότησής του ως “Αρχιτεκτονικό Γραφείο Καθηγητού Κυπριανού Μπίρη”, ιδρυτής του οποίου ήταν ο πατέρας των δυο αρχιτεκτόνων.
Κύριο επιστημονικό αντικείμενο της εξειδικευμένης δράσης αυτού του αρχικού φορέα ήταν εκείνο των δημόσιων κτιρίων κοινωνικής μέριμνας. (πχ δημόσια νοσηλευτήρια και παιδικοί σταθμοί, αλλά και ιδιωτικές κλινικές). Γι’ αυτό, είναι φυσικό ότι, ο κοινωνικός χαρακτήρας της αρχιτεκτονικής που εφάρμοσε, επηρέασε γόνιμα και το μετέπειτα έργο της ομάδας των δυο αδελφών σε επίπεδο ιδεολογικό, αισθητικό, λειτουργικό και τεχνολογικό.
Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι, με βάση αυτή τη γενική ιδεολογική αντίληψη για την αρχιτεκτονική -αλλά διαρκώς σε συνάρτηση με την εξέλιξη των εκάστοτε νέων συνθηκών που επιδρούν σε αυτήν- το έργο του νέου γραφείου κινήθηκε σταθερά πάνω στο ίχνος του “Ύστερου Ελληνικού Μοντερνισμού” και των νέων μετασχηματισμών του. Ο οποίος άλλωστε, σε πολύ πρωιμότερη περίοδό του, σημάδεψε στο μεγαλύτερο μέρος του και το έργο του Κυπριανού Μπίρη.
Κατά την δεύτερη (σημερινή) περίοδο λειτουργίας της η ομάδα των αδελφών Μπίρη διεύρυνε σημαντικά το θεματολογικό πεδίο αρχιτεκτονικής δράσης της, διατηρώντας όμως την σταθερή ενασχόλησή της πρωτίστως με τον δημόσιο υπαίθριο χώρο και τα δημόσια κτίρια (πχ. Μουσεία, πολιτιστικά και κοινωνικά κέντρα, κτίρια διοίκησης, σχολεία, νοσοκομεία, παιδικοί σταθμοί κλπ).
Επιπλέον, στην εξέλιξη του χρόνου, παράλληλα με τις -κατά βάση- κοινές κύριες θέσεις τους για την αρχιτεκτονική (οι οποίες στήριξαν το σύνολο του έργου τους ως εξ’ αδιαιρέτου κοινή δημιουργία), οι δυο αρχιτέκτονες διαμόρφωσαν ταυτοχρόνως και το προσωπικό τους αρχιτεκτονικό σημάδι. Σημάδι που διακρίνεται στα έργα της ομάδας αναλόγως του εκάστοτε υπεύθυνου για κάθε μελέτη.
Επίσης, μια ακόμη ιδιομορφία της νέας δομής του Γραφείου ήταν οι συνεχείς συνεργασίες του με ποικίλες ομάδες, κυρίως νέων αρχιτεκτόνων. Μέσω αυτών των συνεργασιών έγιναν (και γίνονται) συμμετοχές σε μεγάλο αριθμό πανελληνίων και διεθνών αρχιτεκτονικών διαγωνισμών, που πολύ συχνά κατέληξαν σε βραβεύσεις με πρώτα βραβεία και στην συνέχεια σε υλοποιήσεις των βραβευμένων προτάσεων.
Εν τέλει, η ανάληψη μέσω διαγωνισμών, μελετών για τον δημόσιο χώρο και το δημόσιο κτίριο, αποτέλεσαν σχεδόν το 95% της συνολικής αρχιτεκτονικής δράσης του Γραφείου.
Με αυτή την ευέλικτη συνεργατική μορφή του λειτούργησε από το 1966 μέχρι σήμερα. Κατά τα τελευταία μάλιστα χρόνια, και μετά τον αδόκητο θάνατο του Δημήτρη Μπίρη το 2002, συμμετέχουν ως μόνιμα ισότιμα μέλη του και οι νεότεροι και νεότερες: Κυπριανός Μπίρης, Κατερίνα Μπίρη, Κέλλυ Βρεττού και Σοφία Τσιράκη. Στο αναμορφωμένο αυτό πλαίσιο, ο Τάσος Μπίρης συνεργάζεται και ως σύμβουλος, τόσο της ομάδας του Γραφείου, όσο και αυτόνομων ομάδων νέων αρχιτεκτόνων – συμπορευτών.
Όσον αφορά την εξέλιξη μέσα στο χρόνο της αρχιτεκτονικής των αδελφών Μπίρη μέσω των πολλών και ποικίλων συνεργασιών τους, η παρουσίαση του έργου τους (που ακολουθεί στη συνέχεια) οργανώνεται σε τρεις βασικές περιόδους της τάξεως των 20 περίπου χρόνων η κάθε μια.
Η πρώτη περίοδος διαρκεί χονδρικά από την δεκαετία του 1960 μέχρι την δεκαετία του1980.
Η δεύτερη από την δεκαετία 1980 μέχρι την δεκαετία 2000.
Η τρίτη, από την δεκαετία 2000 μέχρι και σήμερα.
Κριτήριο αυτής της στοιχειώδους σχηματοποίησης (η οποία θα περιγραφεί λεπτομερέστερα στη συνέχεια) είναι η εξελικτική πορεία μιας αλληλουχίας μετασχηματισμών και πειραματισμών αρχιτεκτονικής θεωρίας και εφαρμογής, σε συνεχή αντιστικτική σχέση συνάφειας με την διδασκαλία που κάθε ένας από τους δυο αρχιτέκτονες ανέπτυξε στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Ε.Μ.Π. (Ο Τάσος Μπίρης, στην περιοχή των “Αρχιτεκτονικών Συνθέσεων” και ο Δημήτρης Μπίρης στην περιοχή των “‘Συνθέσεων Τεχνολογικής Αιχμής”).
Ταυτοχρόνως, ο συνεχής αυτός μετασχηματισμός παρακολουθεί συνειδητά (ομοιότροπα ή και ανομοιότροπα) την εξέλιξη της ελληνικής κοινωνικής πραγματικότητας, αλλά και των νέων εξελίξεων τόσο αυτής, όσο και ειδικότερα της αρχιτεκτονικής σε εντόπιο και διεθνές επίπεδο, όσον αφορά τρόπους ζωής, πολιτισμικές συνθήκες, αισθητικές αντιλήψεις και τεχνολογικές κατακτήσεις, που συμβαίνουν συνεχώς κατά τα τελευταία (αρκετά ταραγμένα και επιδεχόμενα πολλών ερμηνειών) 40 χρόνια.
Συμπληρώνοντας στη συνέχεια τα παραπάνω με ένα πιο προσωπικό λόγο, και διατυπώνοντας σκέψεις εξ’ ονόματος και του απόντος Δημήτρη Μπίρη, αναφέρω τα εξής:
Η πρώτη περίοδος περιλαμβάνει έργα που πραγματοποιήθηκαν βασισμένα στη μοντερνιστική διδασκαλία που δεχτήκαμε αρχικά ως σπουδαστές στη Σχολή Αρχιτεκτόνων της Αθήνας, αλλά και ως δρώντες αρχιτέκτονες, από λαμπρούς μοντερνιστές καθηγητές, όπως π.χ. ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος, ο Κυπριανός Μπίρης, ο Θουκυδίδης Βαλεντής, ο Κωνσταντίνος Δεκαβάλλας, ο Διονύσης Ζήβας, καθώς και από νεότερους δασκάλους όπως ο Γιάννος Πολίτης, η Μπέτυ Βακαλοπούλου, η Σούλα Τζάκου, ο Ηλίας Παπαγιανόπουλος, αλλά και εκτός Σχολής προσωπικότητες, όπως ο Άρης Κωνσταντινίδης, ο Αριστομένης Προβελέγγιος, ο Τάκης Ζενέτος και άλλοι. Προσπαθήσαμε μάλιστα, να συνεχίσουμε σε αυτόν τον δρόμο με έναν προσωπικό (αν και αρχικά σε μεγάλο βαθμό ενστικτώδη) ενθουσιασμό για το Διαρκές Μοντέρνο, ο οποίος διαρκεί μέχρι και σήμερα.
Γι’ αυτό, σε πολλές περιπτώσεις, πιθανώς τα πρώτα αυτά έργα, πέρα από τη νεανική ορμή χαρακτηρίζονται ίσως, και από σχετικά ελλιπή γνώση του πεδίου όπως είναι φυσικό. Εντούτοις, είναι τα πρώιμα δείγματα μιας δικής μας ερμηνείας του “Ύστερου Ελληνικού Μοντερνισμού”, όχι μόνο ως αρχιτεκτονική ιδεολογία, μεθοδολογία και εφαρμογή, αλλά και ως γενικό σύστημα σκέψης και πράξης, με έντονη ανθρωποκεντρική, κοινωνική, δημοκρατική διάσταση. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, συνθετικής και όχι χαοτικής αντίληψης των φαινομένων και των πραγμάτων, εφαρμόσαμε -νομίζουμε- μια αρχιτεκτονική με κοινωνικό έρεισμα, θεωρημένη ως “δοχείο ζωής και κοινωνικών δράσεων”, στη βάση μιας τελεολογικής σχέσης αιτίου και αιτιατού, όπου το αρχιτεκτόνημα γεννιέται ως αποτέλεσμα (αιτιατό) μιας ανάγκης (αίτιο) που προϋπάρχει.
Η δεύτερη περίοδος (που καλύπτει κυρίως ομαδικά έργα από βραβεύσεις σε πανελλήνιους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς) διαρκεί περίπου από το 1976 έως το 1986.
Τότε -συνεργαζόμενοι συνεχώς και με άλλες ομάδες, κυρίως νέων αρχιτεκτόνων- επιχειρήσαμε να διευρύνουμε τις αρχιτεκτονικές ιδέες μας και να εμπλουτίσουμε τη γλώσσα, το συντακτικό και την τεχνική μας οδεύοντας προς μια πιο εξπρεσιονιστική κατεύθυνση. Έχω την αίσθηση ότι μερικές φορές φτάσαμε έτσι το μοντερνισμό μας σχεδόν στα όρια της ανατροπής του· ίσως, μάλιστα, και πέραν αυτών. Ευτυχώς, όμως, τούτη η απόκλιση από την αρχική γραμμή πλεύσης διατήρησε τις βασικές αρχές κονστρουκτιβισμού και φονξιοναλισμού που πάντα προσπαθούσαμε (και προσπαθούμε) να είναι η δομική βάση της σκέψης και της πράξης μας.
Η τρίτη περίοδος, που συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, είναι μια πορεία επιστροφής στις πρώιμες
-ας πούμε “σκληροπυρηνικές” – θέσεις του “Ύστερου Ελληνικού Μοντερνισμού” της αρχής της πορείας μας. Όμως, η επιστροφή αυτή αισθανθήκαμε ότι εμπεριέχει, ταξινομεί και αξιοποιεί μια πολύ χρήσιμη εμπειρία και γνώση από την προηγούμενη περίοδο. Είναι, λοιπόν, ευτύχημα για μας ότι ξαναπροσεγγίσαμε με μεγαλύτερη ωριμότητα, δημιουργικά και όχι νοσταλγικά, το νεανικό μας ξεκίνημα. Ότι δεν ακολουθήσαμε το μοντερνιστικό ίχνος ως δογματικό κλειστό σύστημα, αλλά κινηθήκαμε ελεύθερα πάνω σε αυτό, χαράσσοντας ίσως μια ακόμη νέα διαδρομή, ένα νέο παρακλάδι αυτής της -πάντα ζωντανής- ρίζας.
Εντούτοις, στο πλαίσιο αυτής της “επιστροφής”, η ομάδα πραγματοποιεί και ένα ιδιόμορφο “άνοιγμα” προς ορισμένα ειδικότερα πεδία ιδεολογικού προβληματισμού, όπου ο ρασιοναλισμός η δομικότητα και μορφοπλαστική οικονομία του Μοντερνισμού που διακρίνει το έργο της, εμπλουτίζοντας εδώ και καιρό με νέα (και συχνά -φαινομενικά- αντίρροπα με αυτόν) στοιχεία ενός πιο προσωπικού αρχιτεκτονικού πειραματισμού. Αναφέρομαι πχ. σε ένα ιδιόμορφο μυστικισμό ή έναν ελεγχόμενο εξπρεσσιονισμό (όπως ανέφερα προηγουμένως) που χαρακτηρίζει μερικές από τις παλαιότερες αλλά και τις τελευταίες προτάσεις του Γραφείου.
Πιο συγκεκριμένα επισημαίνω την επιρροή στην συνθετική σκέψη μας, της πρωτογενούς σχέσης του αρχιτεκτονήματος με την Γη, θεωρημένη ως γεννήτορα όλων των αρχιτεκτονικών (βλ. προτάσεις για το “Μουσείο Ακρόπολης” και το “Υπόσκαφο συνεδριακό κέντρο Ολυμπίας”).
Επισημαίνω επίσης την εισαγωγή στο σκεπτικό της συνθετικής διαδικασίας, των “αρχέτυπων ιδεογραμματικών χωρικών διατάξεων”. Ή της διδακτικής επιρροής σε αυτό, της μελέτης των ερειπίων (στην αποδομημένη τους κατάσταση), ιδιαιτέρως μάλιστα όσον αφορά την εξ’ αντιδιαστολής κατανόηση της έννοιας της δομής σε σχέση με εκείνη της μορφής.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με όλα τα παραπάνω ζητήματα, βλέπε:
Ι. “Οδηγός αναδρομικής έκθεσης διδακτικού και εφαρμοσμένου έργου των Τ. και Δ. Μπίρη” στο Μουσείο Μπενάκη, στο παρόν Site, βλέπε τα εξής κείμενα:
1. “Γιατί γράφει ένας δάσκαλος” (σελ. 140)
2. “Για το χειροποίητο νατουραλιστικό και ιδεολογικό σκαρίφημα” (σελ. 131)
3. “Για το χειροποίητο σχέδιο και σκαρίφημα” (σελ. 127)
4. “Διδασκαλία Τάσου Μπίρη για την Αρχιτεκτονική Σύνθεση” (σελ 117-131)
5. “Διδασκαλία Δημήτρη Μπίρη για τις Συνθέσεις Τεχνολογικής Αιχμής” (σελ. 133-150)
6. “Πανελλήνιοι Αρχιτεκτονικοί Διαγωνισμοί” (σελ. 75)
7. “Καθαρές γραμμές” (σελ. 79-80)
8. “Δημιουργικός χρόνος”( σελ. 83-84)
9 “Ελευθερία και αυτοπειθαρχία” (σελ. 87-89)
10. “Δομή και Μορφή” (σελ. 91)
11. “Η αφαιρετική συνθετική διαδικασία: Γλυπτικό παιχνίδι ή μηχανισμός δομικής συγκρότησης της Σύνθεσης; (σελ.93-95)
12. “Παράπλευρες διαδρομές” (σελ. 97-99)
13. “Ερείπια” (σελ. 101-102)
14. “Το ερειπιώδες Μη κτίριο” (σελ. 105-107)
15.”Συμβολική αναφορά στο έργο του Κυπριανού Μπίρη.” Αρχιτέκτονα – Καθηγητή Έδρας Οικοδομικής Σχολής Αρχιτεκτόνων Ε.Μ.Π. (1907-1990) (σελ. 65-67)
ΙΙ. Συνεντεύξεις και Άρθρα σε ειδικά αρχιτεκτονικά περιοδικά:
1.Συνέντευξη στον Ανδρέα Γιακουμακάτο (Μονογραφία για τους Τάσο και Δημήτρη Μπίρη, στο περιοδικό “Αρχιτεκτονικά Θέματα” τ.27, σελ. 42-122).
2. Άρθρο Τάσου Μπίρη, “Ο κεντρικός κοινωνικός πυρήνας στο σύγχρονο Ελληνικό Δημόσιο Κτίριο. Αναφορά στις αρχέτυπες διατάξεις για τον δημόσιο χώρο” (περιοδικό “Αρχιτεκτονικά Θέματα” τ.24, σελ. 26-30).
3. Άρθρο Τάσου Μπίρη, “Μια μονοκατοικία και μια πολυκατοικία. Επαναπροσδιορισμός μερικών πρωτογενών αρχιτεκτονικών αξιών και αρχών για την κατοικισιμότητα” (περιοδικό “Αρχιτεκτονικά Θέματα” τ.15, σελ. 124-135).
4. Βλέπε επίσης στο παρόν Site: Τάσος Μπίρης, “Kείμενα”.
ΙΙΙ. Βιβλία (ατομικά και συλλογικά) Τάσου Μπίρη:
1. “Αρχιτεκτονικής Σημάδια και Διδάγματα. Στο Ίχνος της Συνθετικής Δομής” (εκδόσεις Μ.Ι.Ε.Τ., 1996)
2. Συλλογική έκδοση “Αρχιτεκτονική. Ιδέες που χάνονται, Ιδέες που συναντιούνται” (εκδόσεις Παπασωτηρίου, 2006)
3. “Τάσος Μπίρης, Εν πτήσει” (εκδόσεις Παπασωτηρίου, 2008)
4. “Με τη σκέψη στην αρχιτεκτονική. Δεκαπέντε συν πέντε κείμενα” (εκδόσεις Παπασωτηρίου, 1999)